- εύμαχος
- εὔμαχος, -ον (Α)αυτός εναντίον τού οποίου μάχεται κάποιος με ευκολία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αγχέ-μαχος, ιππό-μαχος κ.ά.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Εὔμαχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμαχος — εὐμαχος easy to fight against masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐμαχώτατα — εὐμαχος easy to fight against adverbial superl εὐμαχος easy to fight against neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμαχον — εὐμαχος easy to fight against masc/fem acc sg εὐμαχος easy to fight against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔμαχε — Εὔμαχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔμαχε — εὐμαχος easy to fight against masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔμαχον — Εὔμαχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευ — (I) εὖ, επικ. τ. ἐΰ (Α) επίρρ. 1. καλά, ορθά, σωστά, όπως πρέπει (α. «εὖ καὶ ἐπισταμένως» καλά και έμπειρα, Ομ. Ιλ. «εὖ γὰρ σαφῶς τόδ ἴστε», Αισχύλ.) 2. κατ ευχήν, ευτυχής («ἐΰ οἴκαδ ἱκέσθαι» Ομ. Ιλ.) 3. (και με την ηθική έννοια) ευνοϊκά, φιλικά … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… … Dictionary of Greek